αὐθάδεις

αὐθάδεις
αὐθά̱δεις , αὐθάδης
self-willed
masc/fem acc pl
αὐθά̱δεις , αὐθάδης
self-willed
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεανιεύομαι — (Α) [νεανίας] 1. βρίσκομαι στη νεανική ηλικία 2. ενεργώ σαν να είμαι ανώριμος, συμπεριφέρομαι με τρόπο απερίσκεπτο και αλαζονικό 3. δίνω τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις 4. αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας κάτι με νεανικό πνεύμα, με τόλμη, επιχειρώ… …   Dictionary of Greek

  • προσνεανιεύομαι — Α (αποθ.) 1. καυχώμαι ακόμη μια φορά με νεανική κομπορρημοσύνη 2. δίνω για μια ακόμη φορά τολμηρές ή αυθάδεις υποσχέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + νεανιεύομαι «συμπεριφέρομαι με τρόπο αλαζονικό, δίνω τολμηρές υποσχέσεις»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”